- μηδετέρωσε
- μηδετέρ-ωσε, Adv.A to neither side, Hp.Superf.4, Th.4.118, Paus.2.1.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηδετέρωσε — (Α) επίρρ. ούτε στο ένα ούτε στο άλλο μέρος, σε κανένα από τα δύο μέρη («ούτε επιμισγομένους μηδετέρους μηδετέρωσε», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδετέρως + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. εκατέρω σε)] … Dictionary of Greek
μηδετέρωσε — to neither side indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)